μετεξαντλέω-ῶ

μετεξάρτυσις

μετεξέτεροι
μετ·εξάρτυσις, εως () [] redressement ou raccommodage d’un instrument, Phil. byz. Bel. p. 58, 3.
Étym. μ. ἐξαρτύω.