μετεωρέω-ῶ

μετεωρία

μετεωρίζω
μετεωρία, ας ()
1 élévation, Phil. 1, 524 ||
2 action de regarder en l’air, d’où distraction, étourderie, Suét. Claud. 39.
Étym. μετέωρος.