μετεωροσκοπικός
μετεωροσκόπιονμετεωροσκοπικός, ή,
όν, qui concerne l’observation des phénomènes célestes,
Ptol. Math.
synt. 1, 2 ; ἡ
μετεωροσκοπική (s. e. τέχνη) Procl. Eucl. p. 12, l’art
d’observer les phénomènes célestes.
Étym.
μετεωροσκόπος.
-->