μετεωροσκόπιον

μετεωροσκόπος

μετεωροσοφιστής
μετεωρο·σκόπος, ος, ον, qui observe les phénomènes ou les corps célestes, Plat. Rsp. 488e.
Étym. μετέωρος, σκοπέω.