μεθαμέριος

μεθανδάνω

μεθάπτω
*μεθ·ανδάνω (seul. ao. 2 éol. μετεύαδον [], p. μετέϝαδον, du th. verb. μετα·ϝαδ, v. ἁνδάνω) plaire parmi, plaire à, dat. Q. Sm. 5, 127 (corr. μέγ’ εὔαδον).
Étym. μ. ἁνδάνω.