μεθεκτικός

μεθεκτός

μεθελεῖν
μεθεκτός, ή, όν, à quoi l’on participe, que l’on partage, Arstt. Metaph. 1, 9, 5 ; 6, 15, 8 ; 12, 4, 11.
Étym. vb. de μετέχω.