μεθέορτος

μεθέπομαι

μεθέπω
μεθ·έπομαι (f. μεθέψομαι, ao. 2 μετεσπόμην)
1 suivre, poursuivre, acc. Il. 13, 567 ||
2 suivre, au fig., dat. Soph. El. 1052.
Étym. μετά, ἕπομαι.