μεθερμήνευσις

μεθερμηνεύω

μεθερπύζω
μεθ·ερμηνεύω (part. pf. pass. μεθηρμηνευμένος) interpréter, traduire, Pol. 6, 26, 6 ; Plut. Cato ma. 2, etc.