μεθυδώτης

μεθυμναῖος

μεθύπαρξις
μεθυμναῖος, ου () le dieu de l’ivresse (μέθυ) sel. Plut. M. 648e ; sel. d’autres, le dieu de Méthymne.
Étym. *Μέθυμνα p. Μήθυμνα.