μεθυσφαλέω-ῶ

μεθυσφαλής

μεθυτρόφος
μεθυ·σφαλής, ής, ές []
1 qui dévie par suite de l’ivresse, A. Pl. 99 ||
2 act. qui enivre et fait chanceler, Anth. 6, 248.
Étym. μέθυ, σφάλλω.