μεθυστής

μεθυστικός

μεθύστρια
μεθυστικός, ή, όν :
1 pass. enclin à l’ivrognerie, Plat. Rsp. 573c ||
2 act. qui enivre facilement, Arstt. Pol. 8, 7, 14.
Étym. μεθύω.