μετοιακίζω

μετοικεσία

μετοικέω-ῶ
μετοικεσία, ας ()
1 changement de résidence, émigration, Anth. 7, 731 ||
2 déportation, transportation, Spt. 2 Reg. 24, 16 ; NT. Matth. 1, 11.
Étym. μετοικέω.