μετόν

μετονομάζω

μετονομασία
μετ·ονομάζω (ao. μετωνόμασα, pass. ao. μετωνομάσθην, pf. μετωνόμασμαι) appeler d’un autre nom, Hdt. 1, 94 ; Thc. 1, 122 ; Plat. Theæt. 180a.