Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μετριοπαθῶς
μετριοπότης
μέτριος
μετριο·πότης,
ου
(
ὁ
)
qui boit modérément,
Xén.
Ap.
19
.
Étym.
μέτριος, πίνω
.