μέτωπον

μετωποσκόπος

μετωποσώφρων
μετωπο·σκόπος, ου () qui lit sur le front, physionomiste, Clém. 261 ; Suét. Tit. 2 ; Plin. H.N. 35, 11.
Étym. μέτωπον, σκοπέω.