Μετώπη

μετωπηδόν

μετωπιαῖος
μετωπηδόν, adv. de front, en ligne, Hdt. 7, 100 ; Thc. 2, 90 ; Pol. 11, 22, 10 ; Plut. M. 967b, Lys. 10.
Étym. μέτωπον, -δόν.