Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μικροδοσία
μικρόδουλος
μικροθυμία
μικρό·δουλος,
ου
(
ὁ
)
[
ῑ
] petit esclave,
Arr.
Epict.
4, 1, 55
.
Étym.
μ. δοῦλος
.