μικρογλάφυρος

μικρογραφέω

μικρογραφία
μικρογραφέω, att. σμικρογραφέω-ῶ [ῑᾰ] écrire par un omicron, Hdn gr. Epim. pp. 200, 202 Boissonade, etc.
Étym. *μικρογράφος, de μ. γράφω.