μικρόκαρπος

μικροκέφαλος

μικροκίνδυνος
μικρο·κέφαλος, ος, ον [ῑᾰ] au cp. -ώτερος, qui a une petite tête, Arstt. Probl. 30, 3.
Étym. μ. κεφαλή.