Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μικρολόγως
μικρόλυπος
μικρομεγέθης
μικρό·λυπος,
ος, ον
[
ῑῡ
] qui s’afflige pour des riens,
Plut.
M.
129
c
.
Étym.
μ. λύπη
.