μικρομέρεια

μικρομερής

μικρόμματος
μικρο·μερής, att. σμικρο·μερής, ής, ές [] formé de petites parties, Arstt. Cæl. 3, 5 ||
Cp. -έστερος, Plat. Tim. 60e ; sup. -έστατος, Plat. Tim. 78a.
Étym. μ. μέρος.