Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μικροφανής
μικρόφθαλμος
μικροφιλοτιμία
μικρ·όφθαλμος,
ος, ον,
dont les yeux sont petits,
Procl.
Ptol.
p. 203, 204
||
E
Ion.
σμικρ-,
Hpc.
1194
.
Étym.
μ. ὀφθαλμός
.