μικρόφρων

μικροφυής

μικροφυΐα
μικρο·φυής, ής, ές, qui naît ou croît petit, de petite espèce, Porph. Antr. nymph. c. 28, p. 26 ||
Cp. μικροφυέστερος, Eust. Op. p. 166, 81.
Étym. μ. φύω.