Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μικρόμυρτος
μικρόπνοος-ους
μικροποιέω-ῶ
μικρό·πνοος-ους,
οος-ους, οον-ουν
[
ῑ
] qui a la respiration courte,
Hpc.
1025
c
.
Étym.
μ. πνέω
.