μικροπολίτης

μικροπολιτικός

μικροπολῖτις
μικροπολιτικός, ή, όν [ῑῑτ] de petite ville : τὸ μικροπολιτικόν, Ar. fr. 649, condition de petite ville.
Étym. μικροπολίτης.