μικροπύρηνος

μικρόρραξ

μικρορροπύγιος
μικρό·ρραξ, αγος (ὁ, ἡ) [ῑᾱγ] qui a de petits pépins, Diosc. 5, 2.
Étym. μ. ῥάξ.