μικροστόμιος

μικρόστομος

μικρόσφαιρον
μικρό·στομος, ος, ον :
1 qui a la bouche petite, Arstt. H.A. 2, 7, 1 ||
2 qui a une petite embouchure (vase, lampe, etc.) Hpc. 515, 19 ; Luc. Tim. 14.
Étym. μ. στόμα.