μιμόϐιος

μιμογράφος

μιμολογέω-ῶ
μιμο·γράφος, ου () [ῑᾰ] compositeur de mimes, DL. 3, 18 ; Philod. π. ποι. p. 13, 21 Dübn. ; Gal. 4, 161.
Étym. μ. γράφω.