Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μιμέομαι-οῦμαι
μιμήκυλον
μιμηλάζω
μιμήκυλον,
ου
(
τὸ
)
ou
μιμήκυλος,
ου
(
ὁ
)
[
ῑῠ
]
c.
μιμαίκυλον,
Gal.
6, 357
.