μιμητής

μιμητικός

μιμητικῶς
μιμητικός, ή, όν [μῑ] qui a le talent d’imiter, imitateur, Plat. Rsp. 602a, 605a ; Plut. Per. 2 ; μιμητικὴ τέχνη, Plat. Soph. 219b, l’art d’imiter.
Étym. μιμέομαι.