μίνθος

μινθόω-ῶ

μίνθων
μινθόω-ῶ :
1 souiller d’excréments, Ar. Ran. 1075, etc. ||
2 c. ἀποσκορακίζω, Archestr. (Ath. 285b).
Étym. μίνθος.