Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Μνησινόη
μνησιπήμων
Μνήσιππος
μνησι·πήμων,
ων, ον
gén.
ονος
[
ῐ
]
μν. πόνος,
Eschl.
Ag.
180,
le remords.
Étym.
μνάομαι, πῆμα
.