μοχθέω-ῶ

μόχθημα

μοχθηρία
μόχθημα, ατος (τὸ)
1 travail, Eschl. Pr. 463 ; Eur. Ion 1129 ||
2 souffrance, Soph. O.C. 1616, etc.
Étym. μοχθέω.