μογηφόρος

μογιλάλος

μογίομες
μογι·λάλος, ος, ον [ῐᾰ]
1 qui parle difficilement, qui bégaie, Aét. 8, 38 ||
2 muet, Spt. Esaï. 35, 6 ; NT. Marc. 7, 32.
Étym. μόγις, λαλέω.