Μοιραγένης

μοιραγέτης

μοιράδιος
μοιρ·αγέτης, dor. μοιρ·αγέτας, gén. α () [ᾱᾱ] qui dirige le Destin, Paus. 5, 15, 5 ; 8, 37, 1, etc. ||
E Ion. gén. μοιρηγέτεω, A. Rh. 1, 1127.
Étym. μοῖρα, ἡγέομαι.