μονόκαυλος

μονοκέλης

μονοκέρατος
*μονο·κέλης, poét. μουνο·κέλης, gén. ητος (ὁ, ἡ) seul coursier, Epigr. (Paus. 8, 42, 9).
Étym. μ. κέλης.