Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μονοκόνδυλος
μονοκότυλος
μονοκρατία
μονο·κότυλος,
ος, ον
[
ῠ
] qui n’a qu’une cavité,
Arstt.
H.A.
4, 1, 17
.
Étym.
μ. κοτύλη
.