Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μονοσυλλάϐως
μονοσχημάτιστος
μονόσχημος
μονο·σχημάτιστος,
ος, ον
[
ᾰ
] qui n’a qu’une forme,
Dysc.
Adv.
p. 541, 3
.
Étym.
μ. σχηματίζω
.