Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μονόστεγος
μονοστελέχης
μονοστέλεχος
μονο·στελέχης,
ης, ες,
qui n’a qu’une tige,
Th.
H.P.
1, 9, 1
.
Étym.
μ. στέλεχος
.