Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μονηῒς ἀρχή
μονήλατος
μονημέριος
μον·ήλατος,
ος, ον
[
ᾰ
] fait d’un seul morceau,
Hld.
9, 15
.
Étym.
μόνος, ἐλαύνω
.