μορέα

μορέω-ῶ

μορία
μορέω-ῶ (3 sg. ao. poét. μόρησε) travailler, se fatiguer, souffrir, Anth. 15, 26, 8.
Étym. μόρος.
μορέω-ῶ (pf. μεμόρηκα, pf. pass. μεμόρημαι) partager, Nic.
Étym. μόρα.