Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μορμολυκεῖον
μορμολύκη
μορμολύκιον
μορμο·λύκη,
ης
(
ἡ
)
[
ῠ
]
c. le préc.
Str.
19
||
E
Dor.
μορμολύκα,
Sophr.
Étym.
μορμώ, *λύκη
;
cf.
ἀμφιλύκη
.