μορφή

μορφήεις

μόρφνος
μορφήεις, ήεσσα, ῆεν :
1 d’une belle forme, beau, Pd. I. 6, 22 ||
2 figuré, façonné : λίθου, Anth. App. 111, façonné en pierre ||
E Dor. μορφάεις [] Pd. l. c.
Étym. μορφή.