μοτοφυλάκιον

μοτοφύλαξ

μοτόω-ῶ
μοτο·φύλαξ, ακος () [ῡᾰκ] sorte d’emplâtre pour maintenir la charpie sur la plaie, Orib. 7 Mai.
Étym. μοτός, φύλαξ.