μουΐα

μουκηροϐάκτας

μούκηρος
μουκηρο·ϐάκτας, α () casse-noisettes, oiseau, Pamph. (Ath. 53b) conj.
Étym. μούκηρος, βάγνυμι, lac. c. *ϝάγνυμι, ἄγνυμι.