Μουσαγέτας

μουσαῖος

Μουσαῖος
μουσαῖος, α, ον, qui concerne les Muses, Anon. (Cram. 3, 215) ||
E Éol. μοισαῖος, Pd. N. 8, 47 ; I. 5, 2 ; 7, 62.
Étym. μοῦσα.