μουσομανέω-ῶ

μουσομανής

μουσομανία
μουσο·μανής, ής, ές [] épris des Muses, passionné pour les arts, la poésie, la musique, Soph. (Plut. M. 1093d) ; Anth. 10, 16.
Étym. μοῦσα, μαίνομαι.