μουσομήτωρ

μουσοπάτακτος

μουσόπνευστος
μουσο·πάτακτος, ος, ον [πᾰ] frappé, c. à d. inspiré par les Muses, Cic. Q. fr. 2, 10.
Étym. μ. πατάσσω.