μουσουργία

μουσουργός

μουσόφθαρτος
μουσουργός, ός, όν, qui cultive la musique, Hpc. 236, 29 ; ou ἡ μ. chanteur, chanteuse, Xén. Cyr. 4, 6, 11 ; 5, 1, 1, etc. ; au fém. Plut. M. 760c ; Ath. 129a ||
E Ion. μουσοεργός, Hpc. l. c.
Étym. μοῦσα, ἔργον.