μυαλόω-ῶ

μύαξ

μυάω-ῶ
μύαξ, ακος () [ᾰκ]
1 moule, Xénocr. Al. p. 12 ||
2 c. μύστρον, Criton (Gal. Lex. Hipp. 19, 138 vo σκαφίδα).
Étym. μῦς.